- τιθάς
- τιθάς, άδος, ἡ, die zahme od. Haushenne
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τιθάς — fem nom sg τιθά̱ς , τιθή fem acc pl τιθά̱ς , τιθός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθάς — άδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνις) (ποιητ. τ.) όρνιθα εξημερωμένη, κατοικίδια όρνιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιθασεύω με επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek